- ψευδομαρτύριον
- ψευδομαρτυρέωto be a false witnessimperf ind act 3rd pl (doric)ψευδομαρτυρέωto be a false witnessimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδομαρτύριον — τὸ, Α 1. η ψευδομαρτυρία 2. φρ. «ψευδομαρτυρίου δίκη» καταγγελία για ψευδομαρτυρία ή για επιορκία (Κρατίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μαρτύριον (< μαρτυρῶ, έω)] … Dictionary of Greek